- βρομιάρικος
- -η, -οακάθαρτος, βρομιάρης: Τα ρούχα της είναι πάντα βρομιάρικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρομιάρικος — η, ο βρομιάρης, λερωμένος … Dictionary of Greek